- εκχωρώ
- εκχωρώ, εκχώρησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εκχωρώ — ( έω) (AM ἐκχωρῶ) παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. απομακρύνομαι, φεύγω από έναν τόπο («ἐκχωρεῑν ἐκ χώρας») 2. μεταναστεύω, μετοικώ 3. μτφ. εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω 4. (για μέλος τού σώματος) βγαίνω από τη θέση μου, εξαρθρώνομαι 5. αποχωρώ,… … Dictionary of Greek
εκχωρώ — εκχώρησα, εκχωρήθηκα, μεταβιβάζω πράγμα ή δικαίωμα σε άλλον, παραχωρώ, δίνω: Εκχώρησε τίτλους ιδιοκτησίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκχωρῶ — ἐκχωρέω depart pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκχωρέω depart pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκχωρέω depart pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκχωρέω depart pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποβάλλω — (AM καθυποβάλλω) (επιτατ. τού υποβάλλω) υποβάλλω κάποιον σε κάτι («καθυποβάλλω ἀριθμῷ» μετρώ, υποβάλλω σε αρίθμηση, Μάρκ. Διάκ.) νεοελλ. φρ. «καθυποβάλλω τα σέβη μου» χαιρετισμός σε αξιοσέβαστο πρόσωπο μσν. 1. απονέμω, εκχωρώ, παραχωρώ 2.… … Dictionary of Greek
μεταβιβάζω — (Α μεταβιβάζω) [βιβάζω] μεταφέρω ή κάνω να μεταφερθεί κάτι σε άλλο μέρος (α. «το πλοίο θα μεταβιβάσει τα εμπορεύματα στους σεισμοπαθείς» β. «μεταβιβάσομεν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς Ἡρακλέους πράξεις», Διόδ.) νεοελλ. 1. διαβιβάζω («θα τού μεταβιβάσω τους… … Dictionary of Greek
μεταδιοικώ — μεταδιοικῶ, έω (Α) παραχωρώ, εκχωρώ, μεταβιβάζω ιδιοκτησία … Dictionary of Greek
παρασυγχωρώ — έω, Α εκχωρώ για υπομίσθωση, υπενοικιάζω με συμφωνία ένα κτήμα … Dictionary of Greek
παραχωρώ — παραχωρῶ, έω, ΝΜΑ εκχωρώ, μεταβιβάζω σε άλλον πράγμα ή δικαίωμα μσν. αρχ. αποσύρομαι προς τα πλάγια, κάνω τόπο για διευκόλυνση άλλων ή από σεβασμό μσν. 1. παραλείπω 2. είμαι κατώτερος αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παρέχω, δίνω,… … Dictionary of Greek
ποδδατέομαι — Α (δωρ. τ.) προσδατέομαι*, ορίζω, εκχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδ, βοιωτ. τ. τού ποτί* «προς» + δατέομαι «μοιράζω, χωρίζω»] … Dictionary of Greek
προεκχωρώ — έω, Α αναχωρώ, φεύγω από κάποιον προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκχωρῶ «αποχωρώ, φεύγω από έναν τόπο»] … Dictionary of Greek